λαγοπροβιά
Смотреть что такое "λαγοπροβιά" в других словарях:
λαγοπροβιά — η προβιά λαγού, λαγοτόμαρο … Dictionary of Greek
λαγοτόμαρο — το η προβιά τού λαγού, λαγοπροβιά … Dictionary of Greek
λαγός — Θηλαστικό, τυπικός εκπρόσωπος της οικογένειας leporidae, της τάξης των λαγομόρφων. H επιστημονική του ονομασία είναι Lepus europaeus. Ο λ. αυτός, που συχνά αποκαλείται κοινός σε αντιδιαστολή προς τα άλλα είδη του ίδιου γένους, έχει συνήθως μήκος… … Dictionary of Greek